βρεχόμενα

βρεχόμενα
βρέχω
Acut. (Sp.)
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρεχομένας — βρεχομένᾱς , βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp fem acc pl βρεχομένᾱς , βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”